Έλενα Χαμαλίδη: Ιστορίες μοντερνισμού, Αλεξάνδρα Χαΐνη, Ο Αναγνώστης
Όταν βγήκε το βιβλίο της Έλενας Χαμαλίδη «Ιστορίες στο Μεταίχμιο. Μοντερνισμός και πραγματικότητα στην μεταπολεμική ελληνική τέχνη» (Εκδόσεις Μέλισσα) πρότεινα στον Γιάννη Μπασκόζο να το παρουσιάσει στον Αναγνώστη. «Ευχαρίστως» μου απάντησε, «αλλά γιατί δεν το κάνεις εσύ;». Δέχτηκα αυθόρμητα και προγραμμάτισα άμεσα τη συνέντευξη με τη συγγραφέα. Όμως, τις επόμενες ημέρες άρχισα να αισθάνομαι άβολα, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι του βιβλίου αφορά τον θείο μου Γιάννη Χαΐνη, κυρίως μέσα από τα κείμενα και το έργο του κατά τις δεκαετίες ’60 και ’70. Πώς θα μπορέσω, σκεφτόμουν, να σταθώ αμερόληπτα και χωρίς συναισθηματισμούς μπροστά σε έναν άνθρωπο δικό μου, και κυρίως σε ένα έργο που γνωρίζω και θαυμάζω όλη μου τη ζωή;
Στην πορεία, διαβάζοντας το βιβλίο και φυσικά συζητώντας με την Έλενα, διαπίστωσα ότι αδίκως ανησυχούσα. Αντιθέτως, η διαδικασία μου έδωσε διπλή, τριπλή χαρά. Γιατί είχα την ευκαιρία να μάθω πολλά. Γιατί παρότι έννοιες όπως «σήμα», «αφαίρεση» και «αφηρημένη τέχνη», «αισθητική διαπαιδαγώγηση» και «εμπορευματοποίηση», καθώς και οι αναφορές στην Επιθεώρηση Τέχνης και στην Ομάδα Τέχνης Α, έκαναν συχνά πυκνά την εμφάνισή τους στα οικογενειακά τραπέζια (ανάλογα πάντα και με τη σύνθεση και τη διάθεση των συνδαιτυμόνων), ωθώντας με μάλιστα από μικρή να επιθυμώ να ακολουθήσω αντίστοιχο δρόμο, η συστηματική καταγραφή και η γραμμική παρουσίαση της καλλιτεχνικής πορείας του θείου μου, όπως αποτυπώνονται στο βιβλίο της Χαμαλίδη, μου έδωσαν την ευκαιρία και τα εφόδια να γνωρίσω εκ νέου τη δουλειά και τη φιλοσοφία του – και, εν τέλει, τον ίδιο.
Αφετέρου, γιατί είχα την ευκαιρία να βάλω στη σειρά τις γνώσεις μου τόσο σχετικά με τους υπόλοιπους τέσσερις καλλιτέχνες που παρουσιάζονται στο βιβλίο, τον Takis/Τάκι (Παναγιώτη Βασιλάκη) μέσα από την αλληλογραφία του με τον Νικόλα Κάλας, τον Βλάση Κανιάρη, την Νίκη Καναγκίνη και τη Νέλλα Γκόλαντα, όσο και για τη μεταπολεμική εποχή και πριν τη χούντα, για την πολιτική κατάσταση, τις αγκυλώσεις και τις ζυμώσεις που επικρατούσαν τότε στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, για τη δίψα των ανθρώπων για τέχνη και πολιτισμό, ειδικά μετά από μια τόσο μακρά περίοδο περιορισμών και καταπίεσης.
Η συνέχεια εδώ.