ΘΑΥΜΑΤΑ – Θανάσης Τότσικας [19/6 – 3/9, 2022]
Rodeo Gallery – Πειραιάς (Πολυδεύκους 41)
Είναι τέλη Γενάρη και περπατάμε στο κτήμα του, ξεθάβοντας σωρούς από υλικά, ανασκάπτοντας έργα και μέρη έργων από το κρύο χώμα, διάσπαρτα υλικά σε αποσύνθεση ανάμεσα στη σημαντική συλλογή του από τρακτέρ, οχήματα που σχεδιάστηκαν από τη δεκαετία του ’40 έως τα 90ς, «και όλα λειτουργούν».
Η Μάγια Τούντα είναι εκεί, τραβάει φωτογραφίες και παίζει μεταλλόφωνο. Πήγαμε μαζί.
Είναι μία ηλιόλουστη μέρα στη Νίκαια και όλη η υπόλοιπη χώρα πλήττεται από μία άγρια χιονοθύελλα.
Από την πρώτη μου συνάντησή με τον Θανάση Τότσικα μεσολάβησαν δεκαπέντε χρόνια.
Η πρώτη φορά ήταν πάλι στην περιοχή του. Καθόμασταν πάνω από το σώμα μίας ψητής κατσίκας, «σφαγμένη ειδικά για μάς».
Όταν κάποιος τον πλησιάζει, τα πράγματα παίρνουν θυσιαστικό χαρακτήρα.
Μία ύπαρξη διχασμένη ανάμεσα στο αστικό και το βουκολικό, βαθιά βυθισμένη στην ψυχολογία της ύλης. Από το έργο του προκύπτουν έννοιες όπως η εντοπιότητα, το ανοίκειν, η μετάλλαξη της ενέργειας, της διάθεσης, του πνεύματος σε μορφή, σε κατοικία, σε ζωή.
Υπάρχει κάτι το στοιχειώδες σε αυτόν τον άνθρωπο και σε αυτό που δημιουργεί. Τα πράγματα μπορούν να μοιάζουν ότι προέρχονται από την εποχή των σπηλαίων ή από το μακρινό μέλλον.
Αγαπά τη φωτιά, να παίζει μαζί της, να λιώνει και να συγκολλά μέταλλα, να στοχάζεται κτήρια και πώς μπορεί να τα χτίσει, να τα επιδιορθώσει. Ο Τότσικας είναι ένας μάστορας παλαιάς κοπής.
Δημιουργεί με τον άνεμο, το φως και τον ήχο που παράγουν τα πράγματα όταν αγγίζονται. Φιλοσοφικό διάλειμμα για παιχνίδι.
Αν και (δεν) είναι σύγχρονος.
Καλά χωμένες μέσα στο χώμα ήταν ένα σύνολο από μεταλλικές φλογέρες, σε περλέ αποχρώσεις που θυμίζουν βαφές αυτοκινήτων της Φλόριντα, πολλές· και σκουριασμένες.
Μετά, γυρίσαμε στο τσιμεντένιο σπίτι όπου περιμένουν οι αυτοσχέδιες μηχανές του και έφτιαξε μαχαίρια για εμάς και λεπίδες, για να μας προστατεύουν από κάθε κίνδυνο.
Έτσι κι έγινε.
Τα φλούο χρώματα, αναμιγμένα με σκουριά και μάρμαρο, πηλό και ξύλο, αποσυντεθημένα τσόφλια αυγών, φλούδες πορτοκαλιού και χώμα είναι το ευρετήριό του. Και η φωτιά, και η πνοή και το φως που δημιουργούν. Άνθρωπος στη φύση και άνθρωπος και φύση, χέρι με χέρι. Ένα ευρετήριο από μέταλλο, ήχο, φωτιά και πνεύμα.
Τα κακά πνεύματα πρέπει να μένουν έξω. Ο ήχος του φούξια και ο ήχος του κίτρινου, μέταλλο πάνω στο μέταλλο, τα διώχνουν μακριά από το σπίτι.
Όταν γνωρίζεις κάποιον σαν εκείνον και μιλάει σαν το τέλος να είναι κοντά, ένα ρέκβιεμ όπως λέει, και ένα κομμάτι μάρμαρο εμφανίζεται με το όνομά του σκαλισμένο, αναρωτιέσαι.
«Δεν είναι ταφόπλακα, είναι ένα κομμάτι μάρμαρο με χαραγμένο το όνομά μου πάνω του.»
Ένας έφηβος στο σώμα του Πάνα.
Είναι ο Πάνας έφηβος;
Κάθεται στο κρεβάτι του, μέσα στο καταφύγιό του από μάρμαρο και χώμα, περιτριγυρισμένος από ένα κίτρινο τούλι, στάχτες και αμέτρητα σχέδια. Ένας άρχοντας από κάποιο μακρινό βασίλειο, που ζωγραφίζει λουλούδια κάθε μέρα, παρακολουθεί τον καιρό και όλα τα άλλα φαινόμενα.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, μέσα από ένα λευκό τούνελ, αυτό που είχε απομείνει ήταν ο ήχος, ο καθρέφτης, το φλούο και το μέταλλο. Η ζεστασιά από τις φλόγες που ακόμη συγκρατούσαν τα φυλαχτά μας.
Οι θαμμένες του φλογέρες έχουν καθαριστεί.
Στέκονται όρθιες και σας περιμένουν να τις χρησιμοποιήσετε. Καθεμία τραγουδάει διαφορετικά, σαν τα θαλασσινά κοχύλια, ποτέ ο ίδιος ήχος.
Το δερμάτινό παλτό του είναι καλυμμένο με λάσπη και άλλα του ρούχα, κι αυτά καλυμμένα με μαχαίρια και αιχμηρές λεπίδες, κρέμονται από τους τοίχους τους.
Ο χώρος μεταξύ ζωής και μη ζωής είναι πολύ μικρός, μας υπενθυμίζει το μαχαίρι.
Δυνατοί και τρομαγμένοι, διχασμένοι αέναα στην εξωτερική και την εσωτερική ζωή μας.