Αυτόνομες και μη αυτόνομες δομικά εικόνες: εκπαιδεύοντας ενηλίκους στα εικαστικά, τη διαφήμιση και το φωτορεπορτάζ
Τρανός, Τριαντάφυλλος 2013
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Καλών Τεχνών. Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών |
Περίληψη
Με την υπόθεση εργασίας προσπάθησα να δείξω ότι: είτε σε ένα σχολείο που απευθύνεται σε ανηλίκους με ένα ειδικό πρόγραμμα είτε σε ενηλίκους με ένα διαφορετικής τάξης ειδικό πρόγραμμα μπορούμε να οξύνουμε τους αισθησιοκρατικά τους κριτήρια με τους εξής στόχους. Α. Την κριτική αντίδραση των εκπαιδευομένων απέναντι στο ανιεράρχητο κύμα οπτικής πληροφορίας που τους κατακλύζει μέσω της διαφήμισης, του διαδικτύου, των «social media» και του «main stream cinema». B. Tην εκπαίδευση στην ικανότητα ελέγχου των άμεσων θυμικών αντιδράσεων που όλα τα παραπάνω εκμαιεύουν. Γ. Την επεξεργασία ενός εμπεριστατωμένου, ολοκληρωμένου «παιδευσιακού ordino» που να στηρίζεται σε σύγχρονα νευροφυσιολογικά δεδομένα ώστε και μελλοντικά ο εκπαιδευόμενος να μπορεί να συνδιαχειρίζεται όμορα γνωστικά πεδία όπως το μέχρι τούδε ισχύον εννοιοκρατικό παιδευσιακό μοντέλο δεν του επιτρέπει να κάνει. Εν προκειμένω εξετάζω τα δεδομένα εφαρμογής του οπτικού γραμματισμού στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας με «target group» εκπαιδευόμενους ηλικίας 18-52 ετών πολυπολιτισμικής προέλευσης. Οι προϋποθέσεις μου είναι δύο: Α. Οι εκπαιδευόμενοι έχουν μια τυπική εννοιοκρατική παιδεία με μοντέλο του 19ου αιώνα (όπως οι περισσότεροι στην χώρα μας και στην Ανατολική Ευρώπη) και είναι περισσότερο έτοιμοι να στραφούν προς μία εντυπωσιακή αφήγηση (οπτική η ακουστική) παρά προς το ενεργώς παρατηρείν (look at). B. Οι εκπαιδευόμενοι δεν έχουν υπόβαθρο τεχνικών παρατήρησης της φύσης η ενός μοντέλου χάνοντας έτσι όλο και περισσότερο την αίσθηση της πραγματικής πραγματικότητας καθώς αυτή αντικαθίσταται όλο και περισσότερο από προσομοιώσεις («simulacra»). Έξω από τα Α και Β έχω να αντιμετωπίσω τις αντιστάσεις ενός ασαφούς «Ζeitgeist» χωρίς προφανείς αμφιμονοσήμαντες αντιστοιχίες μεταξύ γεγονότων («facts») και εξηγήσεων. Η μέθοδος που επιλέγω είναι η πρωτογενής κατασκευή αισθητικών αντικειμένων από ακατέργαστα βιομηχανικά υλικά και η μετέπειτα φορμαλιστική σύγκρισή τους με έργα τέχνης και παρόμοιες διαφημίσεις. Έτσι δεν αγόμεθα από την τέχνη στο τεχνούργημα («art craft») αλλά αντίστροφα από την βιωματική εμπειρία στο αίτημα ειδικής παρατήρησης που προϋποθέτει το έργο τέχνης. Tα σύγχρονα νευροφυσιολογικά δεδομένα πιστοποιούν πως αναγνωρίζουμε κατά προτεραιότητα d/t το «σκληρό» περίγραμμα από την αναγνώριση του συμπαγούς και του όγκου. Έτσι η εισαγωγή τέτοιων παρατηρησιακών μεθόδων που αφορούν σε διαφημιστικές εικόνες ή στις πολλαπλές και ευτελισμένες εκτυπώσεις της εφήμερης μεταμοντέρνας αντίληψης οδηγούν σε όξυνση της κριτικής στάσης όχι τόσο ως προς την αφήγηση αλλά ως προς την μορφή. Εδώ ακριβώς μπορούμε να εισάγουμε σε ένα εκπαιδευτικό «ordino» όλο το ζήτημα ταύτισης μορφής και περιεχομένου («causa formalis» «causa ponens»).